- μονόωρος
- μονόωροςwithin the space of one hourmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μονόωρος — η, ο (Α μονόωρος, ον) αυτός που γίνεται κατά τη διάρκεια μίας ώρας, αυτός που διαρκεί μία ώρα («η χημεία είναι μονόωρο μάθημα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + ωρος(< ὥρα), πρβλ. ολιγό ωρος] … Dictionary of Greek
μονόωρον — μονόωρος within the space of one hour masc/fem acc sg μονόωρος within the space of one hour neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονοώρους — μονόωρος within the space of one hour masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)